αραιόσαρκος

αραιόσαρκος
ἀραιόσαρκος, -ον (Α)
αυτός που έχει αραιή ή πλαδαρή σάρκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀραιόσαρκος — with porous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιοσαρκοτέρην — ἀραιόσαρκος with porous fem acc comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιοσαρκοτέρους — ἀραιόσαρκος with porous masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιοσάρκοισι — ἀραιόσαρκος with porous masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αραιός — ή, ό (AM ἀραιός, ά, όν) 1. ο μη πυκνός στη σύστασή του 2. αυτός που έχει κενά κατά διαστήματα ΙΙ νεοελλ. όποιος δεν γίνεται συχνά αρχ. 1. ο ασθενικός, ο άτονος 2. ο στενός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀραιά η γαστήρ, η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”